3,277,114
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, και [[σίμβλον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> η [[κυψέλη]], το [[κοφίνι]] του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου [[τότε]] ἐξαιρετέον τὸν [[κηρόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σίμβλος]] χρημάτων»<br /><b>μτφ.</b> χρηματικά αποθέματα, [[κομπόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σίμβλος]] ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.]. | |mltxt=ὁ, και [[σίμβλον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> η [[κυψέλη]], το [[κοφίνι]] του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου [[τότε]] ἐξαιρετέον τὸν [[κηρόν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σίμβλος]] χρημάτων»<br /><b>μτφ.</b> χρηματικά αποθέματα, [[κομπόδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σίμβλος]] ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίμβλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οποιοσδήποτε]] [[αποθηκευτικός]] [[χώρος]] ή [[σωρεία]], [[σωρός]], [[θησαυρός]], [[απόθεμα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |