Anonymous

συνεπερείδω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[κάτι]] με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου («[ὁ [[ἥλιος]]] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος [[θερμότητα]] ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταφέρω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]]<br /><b>4.</b> [[υποστηρίζω]] και εγώ κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] νέα [[ορμή]]<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεπερείδομαι</i><br />στηρίζομαι σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπερείδω]] «[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σπρώχνω]], [[μπήγω]], [[πιέζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[κάτι]] με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου («[ὁ [[ἥλιος]]] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος [[θερμότητα]] ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταφέρω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]]<br /><b>4.</b> [[υποστηρίζω]] και εγώ κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] νέα [[ορμή]]<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεπερείδομαι</i><br />στηρίζομαι σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπερείδω]] «[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σπρώχνω]], [[μπήγω]], [[πιέζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
}}
}}