Anonymous

συνεπερείδω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπερείδω:''' <b class="num">1)</b> вместе нажимать, одновременно напирать: σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου Plut. стремительно наехать (смять) конем;<br /><b class="num">2)</b> нагнетать, излучать: σ. τὴν θερμότητα Plut. обдавать жаром;<br /><b class="num">3)</b> одновременно с силой наносить (πληγήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> настаивать: τὴν ὑπόνοιάν τινι σ. τῷ λόγῳ Plut. категорически подтверждать подозрения против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> поражать, пронзать (τινά Plut.).
}}
}}