Anonymous

ξέω: Difference between revisions

From LSJ
377 bytes added ,  30 December 2018
5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ξέω)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]]<br /><b>2.</b> [[λειαίνω]] [[επιφάνεια]] με [[ξύσιμο]], με [[τριβή]] ή με κοπτικό [[εργαλείο]] («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[απαλείφω]] με [[ξύσιμο]], [[αποτρίβω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] [[αντικείμενο]] χαράζοντάς το<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και για γλυπτικό [[έργο]]) [[λαξεύω]], [[σκαλίζω]] («[[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερεθίζω]] ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>ξέομαι</i><br />[[γδέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ξέω</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>qs</i>-<i>es</i>-, που μπορεί να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>qes</i>- «ξέω, [[γδέρνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>česati</i> «[[ξαίνω]]»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες [[αλλά]] για τη [[ρίζα]] <i>qes</i>-, από την οποία με [[μετάθεση]] τών συμφώνων (<i>qes</i>- &GT; <i>qse</i>-) σχηματίστηκε το <i>ξέω</i>. Το ρ. <i>ξέω</i> συνδέεται σημασιολογικά με τα [[ξαίνω]] και <i>ξύω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ξύνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξέσις]], [[ξέσμα]], [[ξεστός]], [[ξέστρο]](<i>ν</i>), <i>ξόαν</i>(<i>ο</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξεσμός]], [[ξοΐς]], [[ξοΐτης]], [[ξοός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξεστήρ]](<i>ας</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξέστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναξέω]], [[αποξέω]], [[διαξέω]], [[περιξέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιξέω]], [[εγξέω]], [[εκξέω]]. [[επιξέω]], [[καταξέω]], [[παραξέω]], [[προαναξέω]], [[προσαποξέω]], [[συγξέω]], [[υποξέω]]].
|mltxt=(ΑΜ ξέω)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]]<br /><b>2.</b> [[λειαίνω]] [[επιφάνεια]] με [[ξύσιμο]], με [[τριβή]] ή με κοπτικό [[εργαλείο]] («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[απαλείφω]] με [[ξύσιμο]], [[αποτρίβω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] [[αντικείμενο]] χαράζοντάς το<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και για γλυπτικό [[έργο]]) [[λαξεύω]], [[σκαλίζω]] («[[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερεθίζω]] ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>ξέομαι</i><br />[[γδέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ξέω</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>qs</i>-<i>es</i>-, που μπορεί να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>qes</i>- «ξέω, [[γδέρνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>česati</i> «[[ξαίνω]]»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες [[αλλά]] για τη [[ρίζα]] <i>qes</i>-, από την οποία με [[μετάθεση]] τών συμφώνων (<i>qes</i>- &GT; <i>qse</i>-) σχηματίστηκε το <i>ξέω</i>. Το ρ. <i>ξέω</i> συνδέεται σημασιολογικά με τα [[ξαίνω]] και <i>ξύω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ξύνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξέσις]], [[ξέσμα]], [[ξεστός]], [[ξέστρο]](<i>ν</i>), <i>ξόαν</i>(<i>ο</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξεσμός]], [[ξοΐς]], [[ξοΐτης]], [[ξοός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξεστήρ]](<i>ας</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξέστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναξέω]], [[αποξέω]], [[διαξέω]], [[περιξέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιξέω]], [[εγξέω]], [[εκξέω]]. [[επιξέω]], [[καταξέω]], [[παραξέω]], [[προαναξέω]], [[προσαποξέω]], [[συγξέω]], [[υποξέω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξέω:''' παρατ. <i>ἔξεον</i>, αόρ. αʹ [[ἔξεσα]], Επικ. [[ξέσσα]] — Παθ., παρακ. <i>ἔξεσμαι</i>· [[λειαίνω]] ή [[στιλβώνω]] με [[ξύσιμο]], [[πλάνισμα]] ([[ροκάνισμα]]), [[λιμάρισμα]]· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
}}