Anonymous

θαέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαέομαι]] (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[θεάομαι]], -ώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θηέομαι]], ιων. τ. του <i>θεά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, (<b>βλ. λ.</b> <i>θέα</i>)).
|mltxt=[[θαέομαι]] (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[θεάομαι]], -ώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θηέομαι]], ιων. τ. του <i>θεά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, (<b>βλ. λ.</b> <i>θέα</i>)).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π.
}}
}}