Anonymous

θαέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾱέομαι:''' дор. = [[θηέομαι]] (см. [[θεάομαι]]).
}}
}}