Anonymous

ὑφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ὑφηγήσομαι, <i>pf.</i> ὑφήγημαι;<br /><b>1</b> marcher devant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> servir de guide, montrer le chemin : τινι à qqn ; ὑφ. τὴν ὁδόν PLUT montrer, indiquer le chemin ; donner des instructions, acc. ; ὑφ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος guider qqn dans la voie de qch ; <i>avec un acc. de pers.</i> guider qqn, instruire qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἡγέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ὑφηγήσομαι, <i>pf.</i> ὑφήγημαι;<br /><b>1</b> marcher devant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> servir de guide, montrer le chemin : τινι à qqn ; ὑφ. τὴν ὁδόν PLUT montrer, indiquer le chemin ; donner des instructions, acc. ; ὑφ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος guider qqn dans la voie de qch ; <i>avec un acc. de pers.</i> guider qqn, instruire qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἡγέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>-ήγημαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], [[κατευθύνω]], [[δείχνω]] το δρόμο, [[οδηγώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[πρώτος]], [[δείχνω]] το δρόμο, σε Σοφ., Θουκ., Πλάτ.· <i>κατὰ τὸν ὑφηγημένον τρόπον</i>, σύμφωνα με το κανονικό [[σχέδιο]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με σύστ. αντ., [[ὑφηγέομαι]] τὴν ὁδόν, [[δείχνω]] το δρόμο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποδεικνύω]] τον τρόπο, [[δίνω]] οδηγίες σε, [[καθοδηγώ]], [[κατευθύνω]], [[εκπαιδεύω]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[οδηγώ]] σε [[κάτι]], [[υποδηλώνω]] ότι [[κάτι]] είναι έτσι, σε Αισχύλ.
}}
}}