Anonymous

προπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]].
|btext=-ῶ :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω πόλεμο [[χάριν]] κάποιου ή για την [[υπεράσπιση]] κάποιου άλλου, <i>τινός</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ προπολεμοῦντες</i>, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· <i>τὸ προπολεμῆσον</i>, [[σώμα]] που πρόκειται να λειτουργήσει ως [[εμπροσθοφυλακή]], σε Αριστ.
}}
}}