Anonymous

προπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω πόλεμο [[χάριν]] κάποιου ή για την [[υπεράσπιση]] κάποιου άλλου, <i>τινός</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ προπολεμοῦντες</i>, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· <i>τὸ προπολεμῆσον</i>, [[σώμα]] που πρόκειται να λειτουργήσει ως [[εμπροσθοφυλακή]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω πόλεμο [[χάριν]] κάποιου ή για την [[υπεράσπιση]] κάποιου άλλου, <i>τινός</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ προπολεμοῦντες</i>, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· <i>τὸ προπολεμῆσον</i>, [[σώμα]] που πρόκειται να λειτουργήσει ως [[εμπροσθοφυλακή]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προπολεμέω:''' сражаться в защиту (τινος Isocr., Polyb. и [[ὑπέρ]] τινος Plat.): οἱ προπολεμοῦντες и τὸ προπολεμοῦν (sc. [[μέρος]] τῆς πόλεως) Plat., Arst. или τὸ προπολεμῆσον Arst. защитники страны, вооруженные силы.
}}
}}