Anonymous

ἰσχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχυρίζομαι]]) [[ισχυρός]]<br />[[διατυπώνω]] [[κάτι]] και το [[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ισχυροποιώ]] τη [[θέση]] μου, [[γίνομαι]] [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]] τη [[δύναμη]] μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]] σε [[κάτι]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχυρίζομαι]]) [[ισχυρός]]<br />[[διατυπώνω]] [[κάτι]] και το [[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ισχυροποιώ]] τη [[θέση]] μου, [[γίνομαι]] [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]] τη [[δύναμη]] μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχῡρίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἰσχῡρῐσάμην</i>, αποθ. ([[ἰσχυρός]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυροποιούμαι, [[γίνομαι]] [[δυνατός]], [[ανακτώ]], [[κερδίζω]] [[δύναμη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υποστηρίζω]] με [[περηφάνια]], [[εμμένω]], [[επιμένω]] σε [[κάτι]], με μτχ., σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[ισχυρίζομαι]] επίμονα, με [[πείσμα]], στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> έχω πλήρη, πάγια [[πεποίθηση]], [[εμμένω]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.
}}
}}