Anonymous

ἔκβρωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκβρωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] από το οποίο τρώγεται ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.
|mltxt=[[ἔκβρωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] από το οποίο τρώγεται ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβρωμα:''' -ατος, τό ([[ἐκβιβρώσκω]]), οτιδήποτε κατατρώγεται, <i>πρίονος ἔκβ</i>., «πριονίδια», σε Σοφ.
}}
}}