3,277,218
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκβρωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] από το οποίο τρώγεται ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια. | |mltxt=[[ἔκβρωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] από το οποίο τρώγεται ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκβρωμα:''' -ατος, τό ([[ἐκβιβρώσκω]]), οτιδήποτε κατατρώγεται, <i>πρίονος ἔκβ</i>., «πριονίδια», σε Σοφ. | |||
}} | }} |