Anonymous

ἔκβρωμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβρωμα:''' -ατος, τό ([[ἐκβιβρώσκω]]), οτιδήποτε κατατρώγεται, <i>πρίονος ἔκβ</i>., «πριονίδια», σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔκβρωμα:''' -ατος, τό ([[ἐκβιβρώσκω]]), οτιδήποτε κατατρώγεται, <i>πρίονος ἔκβ</i>., «πριονίδια», σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκβρωμα:''' ατος τό досл. выеденное, разъеденное, перен. опилки Soph., Arst.
}}
}}