Anonymous

φορύνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>φορύνομαι</i><br />λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φορύνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῠνjω</i>] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φορῠ</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βαρύς]]: [[βαρύνω]]). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. [[φορύσσω]] όσο και ο τ. [[φορυτός]]. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. [[γόνυ]] και [[δόρυ]]. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της μορφής <i>bher</i>-<i>w</i>- της ρίζας του τ. [[φρέαρ]] ή ότι έχει σχηματιστεί με [[ανομοίωση]] από θ. <i>φυρυ</i>- του [[φύρω]], που ανάγεται [[επίσης]] στην [[ίδια]] [[ρίζα]], ενώ η [[σύνδεση]] του με τα ρ. [[φέρω]] και <i>φορῶ</i> προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>φορύνομαι</i><br />λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φορύνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῠνjω</i>] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φορῠ</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βαρύς]]: [[βαρύνω]]). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. [[φορύσσω]] όσο και ο τ. [[φορυτός]]. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. [[γόνυ]] και [[δόρυ]]. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της μορφής <i>bher</i>-<i>w</i>- της ρίζας του τ. [[φρέαρ]] ή ότι έχει σχηματιστεί με [[ανομοίωση]] από θ. <i>φυρυ</i>- του [[φύρω]], που ανάγεται [[επίσης]] στην [[ίδια]] [[ρίζα]], ενώ η [[σύνδεση]] του με τα ρ. [[φέρω]] και <i>φορῶ</i> προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορύνω:''' [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι [[χαλασμένος]], μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}