Anonymous

φορύνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορύνω:''' [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι [[χαλασμένος]], μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''φορύνω:''' [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι [[χαλασμένος]], μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''φορύνω:''' (ῡ) Hom. = [[φορύσσω]].
}}
}}