Anonymous

προοφείλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[προὐφείλω]] Α<br />[[οφείλω]], [[χρωστώ]] από [[πριν]] («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=και αττ. τ. [[προὐφείλω]] Α<br />[[οφείλω]], [[χρωστώ]] από [[πριν]] («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προοφείλω:''' Αττ. συνηρ. προὐφ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]] από [[πριν]]· [[προοφείλω]] [[κακόν]] τινι, [[οφείλω]] να ανταποδώσω σε κάποιον [[κακό]], σε Ευρ.· [[προοφείλω]] κακὸνταῖς πλευραῖς, [[χρωστώ]] [[κακό]] στα [[πλευρά]] κάποιου, δηλ. του αξίζει [[πλήγμα]] [[εκεί]], σε Αριστοφ. — Παθ., οφείλομαι εκ των προτέρων, λέγεται για χρέη, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], τα προοφειλόμενα χρέη των φόρων, σε Ηρόδ.· <i>ἔχθρηπροοφειλομένη εἴς τινα</i>, [[μίσος]] που αισθανόταν [[κάποιος]] για [[πολύ]] καιρό, στον ίδ.· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, [[καλοσύνη]] που παρέμενε [[πολύ]] καιρό ως [[χρέος]], σε Θουκ. <b>II.=[[ὀφείλω]]</b> I, είμαι [[υπόχρεος]] να κάνω [[κάτι]] από [[πριν]], σε Ευρ.
}}
}}