Anonymous

προοφείλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προοφείλω:''' Αττ. συνηρ. προὐφ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]] από [[πριν]]· [[προοφείλω]] [[κακόν]] τινι, [[οφείλω]] να ανταποδώσω σε κάποιον [[κακό]], σε Ευρ.· [[προοφείλω]] κακὸνταῖς πλευραῖς, [[χρωστώ]] [[κακό]] στα [[πλευρά]] κάποιου, δηλ. του αξίζει [[πλήγμα]] [[εκεί]], σε Αριστοφ. — Παθ., οφείλομαι εκ των προτέρων, λέγεται για χρέη, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], τα προοφειλόμενα χρέη των φόρων, σε Ηρόδ.· <i>ἔχθρηπροοφειλομένη εἴς τινα</i>, [[μίσος]] που αισθανόταν [[κάποιος]] για [[πολύ]] καιρό, στον ίδ.· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, [[καλοσύνη]] που παρέμενε [[πολύ]] καιρό ως [[χρέος]], σε Θουκ. <b>II.=[[ὀφείλω]]</b> I, είμαι [[υπόχρεος]] να κάνω [[κάτι]] από [[πριν]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προοφείλω:''' Αττ. συνηρ. προὐφ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]] από [[πριν]]· [[προοφείλω]] [[κακόν]] τινι, [[οφείλω]] να ανταποδώσω σε κάποιον [[κακό]], σε Ευρ.· [[προοφείλω]] κακὸνταῖς πλευραῖς, [[χρωστώ]] [[κακό]] στα [[πλευρά]] κάποιου, δηλ. του αξίζει [[πλήγμα]] [[εκεί]], σε Αριστοφ. — Παθ., οφείλομαι εκ των προτέρων, λέγεται για χρέη, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], τα προοφειλόμενα χρέη των φόρων, σε Ηρόδ.· <i>ἔχθρηπροοφειλομένη εἴς τινα</i>, [[μίσος]] που αισθανόταν [[κάποιος]] για [[πολύ]] καιρό, στον ίδ.· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, [[καλοσύνη]] που παρέμενε [[πολύ]] καιρό ως [[χρέος]], σε Θουκ. <b>II.=[[ὀφείλω]]</b> I, είμαι [[υπόχρεος]] να κάνω [[κάτι]] από [[πριν]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προοφείλω:''' стяж. [[προὐφείλω]] ранее быть должным, задолжать: ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]] Her. податная задолженность, недоимки; [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη Thuc. ранее оказанная (и еще не вознагражденная) услуга; π. [[κακόν]] τινι Eur., Arph. быть в ответе за ранее причиненное кому-л. зло; ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων Her. давнишняя вражда эгинцев к афинянам; [[μέγα]] τι προὐφείλεσθαί τινι Dem. иметь с кем-л. большие счеты (за старую обиду).
}}
}}