Anonymous

ὑπόγυιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑπόγυος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πρόχειρος]], αυτός που [[είναι]] εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων [[ὑπόγυιος]] ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπόγυιον</i><br />πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, [[πρόχειρα]], [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]] να κάνει [[κάτι]] («[[ὑπόγυιος]] τῇ ὀργῇ» — [[έτοιμος]] να ξεσπάσει, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εντελώς [[πρόσφατος]] («ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῑς ὑπογυίοις λόγοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια [[ὄντα]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπογυίως</i> ΜΑ<br />πρόσφατα, προ ολίγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντά]], [[πλησίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γύη</i> «[[κυρτότητα]]», <b>βλ. λ.</b> [[γύης]])].
|mltxt=και [[ὑπόγυος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πρόχειρος]], αυτός που [[είναι]] εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων [[ὑπόγυιος]] ἡ [[ἀφαίρεσις]] τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπόγυιον</i><br />πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, [[πρόχειρα]], [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]] να κάνει [[κάτι]] («[[ὑπόγυιος]] τῇ ὀργῇ» — [[έτοιμος]] να ξεσπάσει, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εντελώς [[πρόσφατος]] («ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῑς ὑπογυίοις λόγοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια [[ὄντα]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπογυίως</i> ΜΑ<br />πρόσφατα, προ ολίγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντά]], [[πλησίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γύη</i> «[[κυρτότητα]]», <b>βλ. λ.</b> [[γύης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόγυιος:''' ή [[ὑπό]]-γῠος, -ο ([[γυῖον]])·<br /><b class="num">I.</b> στο [[χέρι]] κάποιου, [[πλησίον]], [[εγγύς]], σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] βγήκε από τα χέρια κάποιου, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[recens]], σε Ισοκρ., Δημ.· <i>ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ..</i>., είναι [[πολύ]] [[λίγος]] [[χρόνος]] [[αφότου]]..., σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]], σε Αριστ.· <i>ἐξ ὑπογύου</i>, εκ του προχείρου, δίχως [[προετοιμασία]] ή [[προπαρασκευή]], αυθορμήτως, στη [[στιγμή]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ὑπογύῳ τῇ ὀργῇ</i>, στην πρώτη ἔκρηξη, [[ξέσπασμα]] της οργής, σε Αριστ.
}}
}}