3,258,231
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόγυιος:''' ή [[ὑπό]]-γῠος, -ο ([[γυῖον]])·<br /><b class="num">I.</b> στο [[χέρι]] κάποιου, [[πλησίον]], [[εγγύς]], σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] βγήκε από τα χέρια κάποιου, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[recens]], σε Ισοκρ., Δημ.· <i>ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ..</i>., είναι [[πολύ]] [[λίγος]] [[χρόνος]] [[αφότου]]..., σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]], σε Αριστ.· <i>ἐξ ὑπογύου</i>, εκ του προχείρου, δίχως [[προετοιμασία]] ή [[προπαρασκευή]], αυθορμήτως, στη [[στιγμή]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ὑπογύῳ τῇ ὀργῇ</i>, στην πρώτη ἔκρηξη, [[ξέσπασμα]] της οργής, σε Αριστ. | |lsmtext='''ὑπόγυιος:''' ή [[ὑπό]]-γῠος, -ο ([[γυῖον]])·<br /><b class="num">I.</b> στο [[χέρι]] κάποιου, [[πλησίον]], [[εγγύς]], σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] βγήκε από τα χέρια κάποιου, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[recens]], σε Ισοκρ., Δημ.· <i>ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ..</i>., είναι [[πολύ]] [[λίγος]] [[χρόνος]] [[αφότου]]..., σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]], σε Αριστ.· <i>ἐξ ὑπογύου</i>, εκ του προχείρου, δίχως [[προετοιμασία]] ή [[προπαρασκευή]], αυθορμήτως, στη [[στιγμή]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ὑπογύῳ τῇ ὀργῇ</i>, στην πρώτη ἔκρηξη, [[ξέσπασμα]] της οργής, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόγῠιος:''' v. l. = [[ὑπόγυιος]].<br /><b class="num">[[ὑπόγυιος]]:</b> v. l. ὑπόγῠος<br /><b class="num">1)</b> находящийся под рукой, непосредственно близкий, предстоящий: ὑπογυίου τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Isocr. поскольку жизнь близится к концу; ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς Arst. накануне праздника; τὸ ὑπογυιότατον πρός τι Arst. ближайшее средство для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> недавний: ὑπόγυιον γάρ ἐστιν Isocr. совсем ведь недавно; ὁ [[πόλεμος]] ὁ ὑπογυιότατος Isocr. только что минувшая война; [[καθάπερ]] ἐν τοῖς ὑπογύοις εἴρηται λόγοις Arst. как только что было сказано;<br /><b class="num">3)</b> немедленный, внезапный Arst.: ἐξ ὑπογύου Xen., Isocr., Plat. немедленно, сразу, тут же, внезапно; κεχρονικὼς καὶ μὴ ὑ. τῇ ὁργῇ Arst. выждавший некоторое время и давший своему гневу улечься. | |||
}} | }} |