Anonymous

ὑπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολαμβάνω]] ΝΜΑ [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]] κάποιον που μιλάει, [[παίρνω]] τον λόγο και [[απαντώ]] (α. «και [[τότε]] υπέλαβε [[εκείνος]] τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν [[εἶναι]] αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκλαμβάνω]], [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[παίρνω]] για... (α. «υπέλαβε την [[θρασύτητα]] ως [[τόλμη]]» β. «μηδ' ὑπολαμβάνετ' [[εἶναι]] τὸν ἀγῶνα τόνδ' [[ὑπὲρ]] [[ἄλλου]] τινός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] μια [[παρατήρηση]] ή [[υπόδειξη]] σχετικά με [[κάτι]], [[εκφράζω]] [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[επάνω]] μου, [[υποβαστάζω]] («[[νεφέλη]] ὑπέλαβεν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[βαστώ]] [[αποκάτω]], [[υποστηρίζω]] («αἱ δὲ [[ὄπισθε]] παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πιάνω]] από το [[χέρι]] («ἄγειν οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾱς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῡσαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>5.</b> (για ανεμοστρόβιλο) [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[προκύπτω]] ως [[δυσκολία]], ως [[αντιξοότητα]] («[[δυσχωρία]] τε καὶ [[στενοπορία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κρυφά]] ή με την βία («οὐ γὰρ ἂν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες βίᾳ ἡμῶν εἶχον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προσελκύω]]<br /><b>9.</b> (για γεγονότα) [[επακολουθώ]], [[επισυμβαίνω]]<br /><b>10.</b> (για [[ασθένεια]]) [[προσβάλλω]] [[κατόπιν]] («ὑπολαβὸν ῥῑγος», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]]<br /><b>12.</b> [[κατανοώ]] («ὑπολαμβάνεις γὰρ δὴ πού τι... ὃ [[λέγω]];», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[απιστώ]]<br /><b>14.</b> [[συναντώ]]<br /><b>15.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[αφορμή]] κατηγορίας («καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδη ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> [[παίρνω]] υπό την [[προστασία]] μου<br /><b>17.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]] («καί μοι πρὸς Διὸς καὶ Θεῶν μηδεις ὑπολάβη δυσκόλως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>18.</b> (γενικά) [[δέχομαι]], [[υποδέχομαι]]<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με [[εκλογή]]) [[ζητώ]] και [[λαμβάνω]] ψήφους για κάποιον<br />β) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῑς ὑπολαμβάνουσιν ἔθει τινὶ πατρίῳ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπολαμβάνω]] τι ὑπὸ τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] και το [[κρύβω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «[[ὑπολαμβάνω]] ἵππον» — [[αναχαιτίζω]] λίγο την [[ορμή]] του αλόγου (<b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ὑπολαμβάνω]] ΝΜΑ [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]] κάποιον που μιλάει, [[παίρνω]] τον λόγο και [[απαντώ]] (α. «και [[τότε]] υπέλαβε [[εκείνος]] τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν [[εἶναι]] αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκλαμβάνω]], [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[παίρνω]] για... (α. «υπέλαβε την [[θρασύτητα]] ως [[τόλμη]]» β. «μηδ' ὑπολαμβάνετ' [[εἶναι]] τὸν ἀγῶνα τόνδ' [[ὑπὲρ]] [[ἄλλου]] τινός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] μια [[παρατήρηση]] ή [[υπόδειξη]] σχετικά με [[κάτι]], [[εκφράζω]] [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[επάνω]] μου, [[υποβαστάζω]] («[[νεφέλη]] ὑπέλαβεν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[βαστώ]] [[αποκάτω]], [[υποστηρίζω]] («αἱ δὲ [[ὄπισθε]] παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πιάνω]] από το [[χέρι]] («ἄγειν οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾱς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῡσαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>5.</b> (για ανεμοστρόβιλο) [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[προκύπτω]] ως [[δυσκολία]], ως [[αντιξοότητα]] («[[δυσχωρία]] τε καὶ [[στενοπορία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κρυφά]] ή με την βία («οὐ γὰρ ἂν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες βίᾳ ἡμῶν εἶχον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προσελκύω]]<br /><b>9.</b> (για γεγονότα) [[επακολουθώ]], [[επισυμβαίνω]]<br /><b>10.</b> (για [[ασθένεια]]) [[προσβάλλω]] [[κατόπιν]] («ὑπολαβὸν ῥῑγος», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]]<br /><b>12.</b> [[κατανοώ]] («ὑπολαμβάνεις γὰρ δὴ πού τι... ὃ [[λέγω]];», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[απιστώ]]<br /><b>14.</b> [[συναντώ]]<br /><b>15.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[αφορμή]] κατηγορίας («καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδη ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>16.</b> [[παίρνω]] υπό την [[προστασία]] μου<br /><b>17.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]] («καί μοι πρὸς Διὸς καὶ Θεῶν μηδεις ὑπολάβη δυσκόλως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>18.</b> (γενικά) [[δέχομαι]], [[υποδέχομαι]]<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με [[εκλογή]]) [[ζητώ]] και [[λαμβάνω]] ψήφους για κάποιον<br />β) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῑς ὑπολαμβάνουσιν ἔθει τινὶ πατρίῳ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπολαμβάνω]] τι ὑπὸ τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] και το [[κρύβω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «[[ὑπολαμβάνω]] ἵππον» — [[αναχαιτίζω]] λίγο την [[ορμή]] του αλόγου (<b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έλᾰβον</i>· παρακ. <i>-είληφα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σηκώνω]], [[μαζεύω]], [[παίρνω]] βάζοντας τον εαυτό μου από [[κάτω]], όπως έκανε το [[δελφίνι]] με τον Αρίωνα, σε Ηρόδ.: <b>α)</b> δέχεται στον κόρφο του, στην [[αγκάλη]] του, σε Καινή Διαθήκη <b>β)</b> [[αντιμετωπίζω]] με [[τόλμη]], [[αντέχω]], [[υποστηρίζω]], σε Ηρόδ. <b>γ)</b> [[παίρνω]] από το [[χέρι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] ή [[επιπίπτω]], [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], λέγεται για φόβο, τρόμο, σε Όμηρ.· λέγεται για [[κρίση]], [[έκρηξη]], [[ξέσπασμα]] μανίας, λέγεται για λοιμό, [[πανούκλα]], σε Ηρόδ.· [[δυσχωρία]] ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. βρέθηκαν [[ξαφνικά]] σε δύσβατο [[τόπο]], σε Ξεν.· [[έπειτα]], χρησιμ. για γεγονότα, [[επακολουθώ]], [[επέρχομαι]], σε Ηρόδ. <b>3. α)</b> [[παίρνω]] τον λόγο και [[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]], [[ανταπαντώ]], [[αντικρούω]], [[αντιστρέφω]] [[επιχείρημα]], [[ανταποδίδω]] ή [[επιστρέφω]] την [[προσβολή]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε διάλογο, <i>ἔφη ὑπολαβών</i>, <i>ὑπολαβὼν ἔφη</i>, <i>ὑπολαβὼν εἶπεν</i>, είπε ως [[απάντηση]], απαντώντας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>β)</b> [[παίρνω]] τον λόγο, [[διακόπτω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[αντιστρατεύομαι]] στον κατακτητή, [[μάχομαι]] [[εναντίον]] του, Λατ. excipere, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[δέχομαι]] [[μία]] [[κατηγορία]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ὑποδέχομαι]], [[παίρνω]] υπό την [[προστασία]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] ή [[παραδέχομαι]] [[μία]] [[πρόταση]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[παραδέχομαι]] μια [[θεωρία]] ως αληθινή, [[νομίζω]], [[υποθέτω]], με απαρ., σε Ηρόδ., Πλάτ.· παραλειπομένου του απαρ., [[κατανοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] κατά κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.· [[καίπερ]] ὑπειληφὼς [[ταῦτα]], αν και [[θεωρώ]] ότι αυτά έτσι έχουν, σε Δημ. — Παθ., [[τοιοῦτος]] ὑπολαμβάνομαι, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]] [[κάτι]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]], [[αμφιβάλλω]] για, σε Ξεν. <b>IV.1.</b> [[παίρνω]] [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σύρω]] έξω από το [[καθήκον]], [[παρασύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> [[ὑπολαμβάνω]] ἵππον, ως όρος της ιππευτικής τέχνης, [[ανακόπτω]] [[πορεία]], [[συγκρατώ]] ή [[αναχαιτίζω]] [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
}}