Anonymous

κουρότερος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουρότερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[κοῦρος]], νεότερος, περισσότερο [[νέος]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[θετικός]].
|lsmtext='''κουρότερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[κοῦρος]], νεότερος, περισσότερο [[νέος]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[θετικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κουρότερος:''' [compar. к [[κοῦρος]] (более) молодой ([[ἀνήρ]] Hes.): μετ᾽ [[ἀνδράσι]] κουροτέροισιν Hom. с людьми помоложе.
}}
}}