Anonymous

συνεφάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεφάπτομαι:''' Ιων. συνεπ-, μέλ. <i>-άψομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], <i>ἔργου</i>, σε Πίνδ.· <i>τοὺς συνεφαπτομένους</i>, εκείνοι που συμμετέχουν (στον πόλεμο), σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επίθεση]] μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συνεφάπτομαι:''' Ιων. συνεπ-, μέλ. <i>-άψομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], <i>ἔργου</i>, σε Πίνδ.· <i>τοὺς συνεφαπτομένους</i>, εκείνοι που συμμετέχουν (στον πόλεμο), σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επίθεση]] μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεφάπτομαι [σύν, ἐφάπτω] samen (met...) vastpakken, met gen. en dat. iets met iem.. Plut. Brut. 52.2. overdr. helpen aan te pakken, mede ondernemen, deelnemen aan, met gen.: στρατοῦ σ. helpen een leger aan te pakken (d.w.z. ertegen te vechten) Hdt. 7.158.2; σ. τῆς στρατείας deelnemen aan de veldtocht Plut. Tim. 8.7.
}}
}}