Anonymous

τρίδουλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από [[μητέρα]] [[δούλα]], της οποίας η [[μητέρα]] και η [[γιαγιά]] ήταν [[επίσης]] δούλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζεῦγος]] τρίδουλον» — [[τρεις]] δούλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από [[μητέρα]] [[δούλα]], της οποίας η [[μητέρα]] και η [[γιαγιά]] ήταν [[επίσης]] δούλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζεῦγος]] τρίδουλον» — [[τρεις]] δούλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίδουλος:''' -ον, [[δούλος]] από [[τρεις]] γενιές, γεννημένος από [[μητέρα]] [[δούλη]], της οποίας η [[μητέρα]] και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
}}
}}