τρίδουλος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδουλος Medium diacritics: τρίδουλος Low diacritics: τρίδουλος Capitals: ΤΡΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: trídoulos Transliteration B: tridoulos Transliteration C: tridoulos Beta Code: tri/doulos

English (LSJ)

τρίδουλον,
A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης.. μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.
II ζεῦγος τρίδουλον a leash of slaves, Ar.Fr.576; cf. τριπάρθενος.

German (Pape)

[Seite 1142] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de parents esclaves depuis trois générations.
Étymologie: τρίς, δοῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίδουλος -ον [τρι -, δοῦλος] slaaf tot in de derde generatie.

Russian (Dvoretsky)

τρίδουλος: (ῐ)
1 являющийся рабом в третьем поколении, потомственный раб Soph.;
2 состоящий из трех рабов (ζεῦγος Arph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, της οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες
2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» — τρεις δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + δοῦλος.

Greek Monotonic

τρίδουλος: -ον, δούλος από τρεις γενιές, γεννημένος από μητέρα δούλη, της οποίας η μητέρα και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδουλος: -ον, δοῦλος ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς δοῦλος, γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ μήτηρ καὶ προμήτωρ ἦσαν ἐπίσης δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ τρίδουλος Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος, ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... ὥστε γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε τριγονία. ΙΙ. ζεῦγος τρίδουλον, τρεῖς δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ ζεῦγος ἔθηκε, ζεῦγος τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), τριπάρθενος.

Middle Liddell

τρί-δουλος, ον,
a slave through three generations, thrice a slave, Soph.