3,274,216
edits
(strοng) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[perhaps]] from [[ὀπτάνομαι]] ([[through]] the [[idea]] of the [[shading]] or [[proximity]] to the [[organ]] of [[vision]]); the [[eye]]-"[[brow]]" or [[forehead]], i.e. ([[figuratively]]) the [[brink]] of a [[precipice]]: [[brow]]. | |strgr=[[perhaps]] from [[ὀπτάνομαι]] ([[through]] the [[idea]] of the [[shading]] or [[proximity]] to the [[organ]] of [[vision]]); the [[eye]]-"[[brow]]" or [[forehead]], i.e. ([[figuratively]]) the [[brink]] of a [[precipice]]: [[brow]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀφρῦς:''' [ῡ], ἡ, γεν. -ύος [ῠ], αιτ. <i>ὀφρύν</i>, πληθ. <i>ὀφρύας</i>, συνηρ. [[ὀφρῦς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρύδι]], τριχώδες [[δέρμα]] πάνω από τα μάτια, Λατ. [[supercilium]], [[κυρίως]] στον πληθ., φρύδια, σε Όμηρ.· ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀνὰδ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ</i>, τους έκανε ένα [[νεύμα]] αποτροπής, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. για να δηλώσει [[λύπη]], [[περιφρόνηση]], [[υπερηφάνεια]]: [[τὰς]] [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν, σε Αριστοφ.· [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν, σε Ευρ. κ.λπ.· [[τὰς]] [[ὀφρῦς]] συνάγειν, [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, [[συνοφρυώνομαι]], σε Αριστοφ.· επίσης, <i>καταβάλλειν</i>, <i>λύειν</i>, μεθιέναι [[τὰς]] [[ὀφρῦς]], [[αφήνω]] τα φρύδια μου να επανέλθουν στη [[θέση]] τους, [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το <i>ὀφρὺς</i> μόνο του, όπως το Λατ. [[supercilium]], [[περιφρόνηση]], υπερηφάνια, [[αλαζονεία]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> το [[χείλος]] προς τον γκρεμό ενός λόφου, [[απόκρημνος]] [[βράχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | |||
}} | }} |