Anonymous

συνεκβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐκβάλλω]]<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], χύνομαι [[μαζί]] με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον [[μαζί]] ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐκβάλλω]]<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], χύνομαι [[μαζί]] με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον [[μαζί]] ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγάζω]] έξω, [[εκβάλλω]], [[πετώ]] έξω, [[εκδιώκω]] μαζί με κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπράττω]] στην [[εξαγωγή]] ή την [[έξωση]], σε Ξεν.
}}
}}