Anonymous

συνεκβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγάζω]] έξω, [[εκβάλλω]], [[πετώ]] έξω, [[εκδιώκω]] μαζί με κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπράττω]] στην [[εξαγωγή]] ή την [[έξωση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγάζω]] έξω, [[εκβάλλω]], [[πετώ]] έξω, [[εκδιώκω]] μαζί με κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπράττω]] στην [[εξαγωγή]] ή την [[έξωση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκβάλλω:''' <b class="num">1)</b> выбрасывать вместе, одновременно извергать (τί τινι Her., Plut. и τι [[μετά]] τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изгонять вместе (τινά τισι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> помогать изгнать (τοὺς τυράννους [[Ἀθήνηθεν]] Xen.).
}}
}}