Anonymous

ὄνειαρ: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος ([[ὀνίνημι]]): [[anything]] [[that]] is [[helpful]], [[help]], [[relief]], [[refresh]]- ment; of a [[person]], Il. 22.433; pl., [[ὀνείατα]], [[viands]], [[food]], and [[once]] of [[goods]], treasures, Il. 24.367.
|auten=ατος ([[ὀνίνημι]]): [[anything]] [[that]] is [[helpful]], [[help]], [[relief]], [[refresh]]- ment; of a [[person]], Il. 22.433; pl., [[ὀνείατα]], [[viands]], [[food]], and [[once]] of [[goods]], treasures, Il. 24.367.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄνειαρ:''' -ᾰτος, τό ([[ὀνίνημι]]),·<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλεονέκτημα]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. <i>ὀνείᾰτα</i>, [[φαγητό]], τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], στο ίδ.
}}
}}