Anonymous

ὄνειαρ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνειαρ:''' -ᾰτος, τό ([[ὀνίνημι]]),·<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλεονέκτημα]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. <i>ὀνείᾰτα</i>, [[φαγητό]], τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὄνειαρ:''' -ᾰτος, τό ([[ὀνίνημι]]),·<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε ωφελεί ή βοηθάει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλεονέκτημα]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ενίσχυσης, αναψυκτικό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· στιβάδεσσιν [[ὄνειαρ]], καλό για κρεβάτια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. <i>ὀνείᾰτα</i>, [[φαγητό]], τρόφιμα, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πλούσια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, πᾶσιν [[ὄνειαρ]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνειαρ:''' είᾰτος τό [[ὄναρ]] сновидение Anth.<br />είᾰτος τό [[ὀνίνημι]]<br /><b class="num">1)</b> помощь, защита или спасение, утеха (πᾶσι ὄ. Hom.): [[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]], [[ὅσσον]] τ᾽ [[ἀγαθὸς]] μέγ᾽ ὄ. Hes. дурной сосед - бедствие, как хороший - счастье;<br /><b class="num">2)</b> pl. яства, блюда Hom.;<br /><b class="num">3)</b> pl. сокровища, ценности Hom.
}}
}}