Anonymous

ἐκδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδιδράσκω]] (Α)<br />[[αποδιδράσκω]].
|mltxt=[[ἐκδιδράσκω]] (Α)<br />[[αποδιδράσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]] [ᾱ], αόρ. βʹ <i>ἐξ-έδραν</i>, μτχ. <i>ἐκδράς</i>· [[φεύγω]] από κάποιο [[μέρος]], τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], το [[βάζω]] στα πόδια, το [[σκάω]], αποδρώ, <i>ἐκ τόπου</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
}}