Anonymous

ἐκδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]] [ᾱ], αόρ. βʹ <i>ἐξ-έδραν</i>, μτχ. <i>ἐκδράς</i>· [[φεύγω]] από κάποιο [[μέρος]], τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], το [[βάζω]] στα πόδια, το [[σκάω]], αποδρώ, <i>ἐκ τόπου</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκδιδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]] [ᾱ], αόρ. βʹ <i>ἐξ-έδραν</i>, μτχ. <i>ἐκδράς</i>· [[φεύγω]] από κάποιο [[μέρος]], τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], το [[βάζω]] στα πόδια, το [[σκάω]], αποδρώ, <i>ἐκ τόπου</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιδράσκω:''' ион. [[ἐκδιδρήσκω]] (fut. ἐκδιδράσομαι с ᾱ, aor. ἐξέδραν) убегать Eur., Thuc., Arph.: [[ἐκδράντες]] ἐκ τῆς ἑρκτῆς Her. бежав(шие) из тюрьмы.
}}
}}