Anonymous

ζῳοτόκος: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]].
|btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῳοτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. [[ζωοτόκος]] αντίθ. προς το <i>ὠοτόκος</i>, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ.
}}
}}