3,274,873
edits
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui enfante des êtres vivants, vivipare.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[τίκτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζῳοτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. [[ζωοτόκος]] αντίθ. προς το <i>ὠοτόκος</i>, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |