ζῳοτόκος

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

German (Pape)

[Seite 1144] lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui enfante des êtres vivants, vivipare.
Étymologie: ζωός, τίκτω.

Greek Monotonic

ζῳοτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. ζωοτόκος αντίθ. προς το ὠοτόκος, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτόκος:
1 живородящий Sext.: τὰ μὲν ζῳοτόκα, τὰ δ᾽ ᾠοτόκα Arst. одни (животные) - живородящие, другие - яйцекладущие;
2 плодовитый (βόες Theocr.).

Middle Liddell

ζῳο-τόκος, ον τίκτω
producing its young alive, viviparous, Theocr.