Anonymous

ὠφελητέος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠφελητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[απαραίτητος]] στην [[παροχή]] βοήθειας ή [[κατάλληλος]] να βοηθηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὠφελητέον</i>, αυτός που [[κάποιος]] πρέπει να βοηθήσει· <i>τὴν πόλιν</i>, στον ίδ.
}}
}}