Anonymous

ὠφελητέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφελητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ [[πρέπον]] νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ [[πόλις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 2. 1, 28.
|lstext='''ὠφελητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἢ [[πρέπον]] νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ [[πόλις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 2. 1, 28.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]].
}}
}}