3,274,916
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «[[πολύστιχο]] [[ποίημα]]» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διεξοδικός]], [[σχοινοτενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολύστιχο]]<br /><b>βοτ.</b> κοσμοπολίτικο [[γένος]] πτεριδοφύτων που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πολυποδιίδες]] και περιλαμβάνει 120 [[περίπου]] είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολλές σειρές, ο [[πολύστοιχος]] («μεγάλων [[εἶναι]] καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>στιχος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «[[πολύστιχο]] [[ποίημα]]» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διεξοδικός]], [[σχοινοτενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολύστιχο]]<br /><b>βοτ.</b> κοσμοπολίτικο [[γένος]] πτεριδοφύτων που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πολυποδιίδες]] και περιλαμβάνει 120 [[περίπου]] είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολλές σειρές, ο [[πολύστοιχος]] («μεγάλων [[εἶναι]] καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>στιχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύστῐχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς στίχους, σε Στράβ. | |||
}} | }} |