πολύστιχος
English (LSJ)
πολύστιχον, = πολύστοιχος (in many rows),
A στῦλοι Str.17.1.28.
II of many lines or verses, Ammon. in Int.134.22, Paul.Aeg.Praef.
III prolix, Ammon. in Porph.38.18.
German (Pape)
[Seite 673] von od. in vielen Reihen, Versen; Strab. XVII, 806 u. a. Sp. – Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias, s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rangé sur plusieurs lignes, formé d'un grand nombre de lignes.
Étymologie: πολύς, στίχος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστῐχος: -ον, = πολύστοιχος, στῦλοι Στράβ. 806· ὁ ἐκ πολλῶν στίχων συγκείμενος, Παῦλ. Αἰγ. ἐν τῷ προοιμίῳ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστιχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο έδαφος
αρχ.
αυτός που έχει πολλές σειρές, ο πολύστοιχος («μεγάλων εἶναι καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στιχος (< στίχος < στείχω), πρβλ. ολιγόστιχος].
Greek Monotonic
πολύστῐχος: -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς στίχους, σε Στράβ.