3,276,318
edits
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[καταχαρούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που διακατέχεται από [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[περιχαρής]]<br />β) (για τόπους, οικοδομές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], που έχει χαρούμενη όψη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καταχαίρομαι]]<br />α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[απολαμβάνω]] με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χαίρομαι]], [[καμαρώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] για το [[κακό]] ή τη [[δυστυχία]] άλλου, [[επιχαίρω]], [[χαιρεκακώ]], [[είμαι]] [[χαιρέκακος]]. | |mltxt=(AM [[καταχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[καταχαρούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που διακατέχεται από [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[περιχαρής]]<br />β) (για τόπους, οικοδομές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], που έχει χαρούμενη όψη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καταχαίρομαι]]<br />α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[απολαμβάνω]] με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χαίρομαι]], [[καμαρώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] για το [[κακό]] ή τη [[δυστυχία]] άλλου, [[επιχαίρω]], [[χαιρεκακώ]], [[είμαι]] [[χαιρέκακος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταχαίρω:''' [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], [[περιγελώ]], [[καταχαίρομαι]] περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., <i>καταχαίρων</i>, με χαιρέκακη [[διάθεση]], στον ίδ. | |||
}} | }} |