3,274,916
edits
(9) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί]. | |mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρύπτω:''' (√<i>ΔΡΥΦ</i>), μέλ. <i>δρύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔδρυψα</i>, Επικ. [[δρύψα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδρύφθην</i>, σε Βάβρ.· [[σχίζω]], [[απογυμνώνω]], [[γδέρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω [[παρειάς]], ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο [[ένας]] του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως [[ένδειξη]] πένθους και θρήνου, <i>δρύπτεσθαι παρειάν</i>, [[ξεσχίζω]] το μάγουλό μου, σε Ευρ. | |||
}} | }} |