Anonymous

δρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].
|mltxt=[[δρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[σπαράζω]]<br /><b>2.</b> (σε [[πένθος]]) κόπτομαι<br /><b>3.</b> [[επιδρώ]] επιβλαβώς στην [[υγεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική [[λέξη]] που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]] και συνδέεται με το [[δρέπω]]. Ο τ. εμφανίζει [[σύνθετα]] σε -<i>δρυφής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιδρυφής]]) και -<i>δρυφος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφίδρυφος]]), που [[είναι]] νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρύπτω:''' (√<i>ΔΡΥΦ</i>), μέλ. <i>δρύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔδρυψα</i>, Επικ. [[δρύψα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδρύφθην</i>, σε Βάβρ.· [[σχίζω]], [[απογυμνώνω]], [[γδέρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω [[παρειάς]], ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο [[ένας]] του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως [[ένδειξη]] πένθους και θρήνου, <i>δρύπτεσθαι παρειάν</i>, [[ξεσχίζω]] το μάγουλό μου, σε Ευρ.
}}
}}