Anonymous

δρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρύπτω:''' (√<i>ΔΡΥΦ</i>), μέλ. <i>δρύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔδρυψα</i>, Επικ. [[δρύψα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδρύφθην</i>, σε Βάβρ.· [[σχίζω]], [[απογυμνώνω]], [[γδέρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω [[παρειάς]], ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο [[ένας]] του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως [[ένδειξη]] πένθους και θρήνου, <i>δρύπτεσθαι παρειάν</i>, [[ξεσχίζω]] το μάγουλό μου, σε Ευρ.
|lsmtext='''δρύπτω:''' (√<i>ΔΡΥΦ</i>), μέλ. <i>δρύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔδρυψα</i>, Επικ. [[δρύψα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδρύφθην</i>, σε Βάβρ.· [[σχίζω]], [[απογυμνώνω]], [[γδέρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω [[παρειάς]], ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο [[ένας]] του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως [[ένδειξη]] πένθους και θρήνου, <i>δρύπτεσθαι παρειάν</i>, [[ξεσχίζω]] το μάγουλό μου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρύπτω:''' (aor. ἔδρυψα - эп. [[δρύψα]]; поздн. aor. pass. ἐδρύφθην)<br /><b class="num">1)</b> отрывать, сдирать (βραχίονα ἀπὸ μυώνων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> раздирать, расцарапывать ([[κάρα]] Eur.); med. раздирать себе (παρειάν Eur.) или раздирать друг другу (παρειὰς [[ὀνύχεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> med. раздирать себе лицо (в знак скорби) (αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen.).
}}
}}