Anonymous

σφοδρός: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σφοδρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[σφοδρός]], -όν, Α<br />[[ορμητικός]], [[βίαιος]] ή [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «σφοδρή [[θαλασσοταραχή]]» β. «[[σφοδρός]] [[έρωτας]]» γ. «σφοδρόν καῡμα», <b>Γαλ.</b><br />δ. «σφοδρὸν μῑσος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[παράφορος]] («[[νέος]] δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]] («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῑς καὶ ἀόκνους», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] («ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[ιδίως]] για δικαστή) [[αυστηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σφοδρόν</i><br />α) [[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br />β) [[υπερβολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφοδρώς]] / <i>σφοδρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σφοδρά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σφοδρό τρόπο, έντονα, [[σφόδρα]]<br /><b>2.</b> με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σφοδ</i>-<i>ρός έχει</i> σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σφοδ</i>- του επιθ. [[σφεδανός]] με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδ</i>-<i>ρός</i>, <i>οικτ</i>-<i>ρός</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[σφεδανός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σφοδρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[σφοδρός]], -όν, Α<br />[[ορμητικός]], [[βίαιος]] ή [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «σφοδρή [[θαλασσοταραχή]]» β. «[[σφοδρός]] [[έρωτας]]» γ. «σφοδρόν καῡμα», <b>Γαλ.</b><br />δ. «σφοδρὸν μῑσος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[παράφορος]] («[[νέος]] δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]] («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῑς καὶ ἀόκνους», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] («ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] παρέχει», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) ([[ιδίως]] για δικαστή) [[αυστηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σφοδρόν</i><br />α) [[σφοδρότητα]], [[ορμητικότητα]]<br />β) [[υπερβολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφοδρώς]] / <i>σφοδρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σφοδρά</i> Ν<br /><b>1.</b> με σφοδρό τρόπο, έντονα, [[σφόδρα]]<br /><b>2.</b> με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σφοδ</i>-<i>ρός έχει</i> σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σφοδ</i>- του επιθ. [[σφεδανός]] με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδ</i>-<i>ρός</i>, <i>οικτ</i>-<i>ρός</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[σφεδανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφοδρός:''' -ά, -όν και επίσης <i>-ός</i>, <i>-όν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[υπερβολικός]], [[ασυγκράτητος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[παράφορος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[εύρωστος]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], γερός, σε Ξεν.
}}
}}