Anonymous

σφοδρός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφοδρός:''' -ά, -όν και επίσης <i>-ός</i>, <i>-όν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[υπερβολικός]], [[ασυγκράτητος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[παράφορος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[εύρωστος]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], γερός, σε Ξεν.
|lsmtext='''σφοδρός:''' -ά, -όν και επίσης <i>-ός</i>, <i>-όν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[υπερβολικός]], [[ασυγκράτητος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[παράφορος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[εύρωστος]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], γερός, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σφοδρός -ά -όν [~ σφεδανός] van zaken hevig, heftig, krachtig, intens:; τὸ σφοδρὸν μῖσος de intense haat Thuc. 1.103.4; subst. τὸ σφοδρόν heftigheid. Plat. Phlb. 52c. van personen heftig, onstuimig, impulsief:. νέος καὶ σφοδρός jong en onstuimig Plat. Lg. 698e. energiek, ijverig:. σ. ὑπηρέται energieke kwartiermeesters Xen Cyr. 2.1.31.
}}
}}