Anonymous

χλευάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χλεύη]]<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]] («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[χλεύη]]<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]] («κατεγέλα τε καὶ ἐχλεύαζε καὶ ἔσειεν αὐτόν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[χλεύη]]) ·<br /><b class="num">1.</b> [[αστειεύομαι]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]], σε Αριστοφ., Δημ.· ομοίως σε Μέσ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον, σε Δημ.
}}
}}