Anonymous

χλευάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[χλεύη]]) ·<br /><b class="num">1.</b> [[αστειεύομαι]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]], σε Αριστοφ., Δημ.· ομοίως σε Μέσ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον, σε Δημ.
|lsmtext='''χλευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[χλεύη]]) ·<br /><b class="num">1.</b> [[αστειεύομαι]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]], σε Αριστοφ., Δημ.· ομοίως σε Μέσ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλευάζω:''' (реже med.) насмехаться, подтрунивать Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut.: χ. τινα Dem. и τι Plut. осмеивать кого(что)-л., смеяться над кем(чем)-л.; [[ὄνομα]] χλευαζόμενον ὑπὸ τῶν ἀκουόντων Plut. имя, ставшее посмешищем у тех, кто его слышит.
}}
}}