Anonymous

λιλαίομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιλαίομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[ποθώ]] (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[φόωσδε]] τάχιστα λιλαίεο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] να [[είμαι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]] («λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[θρασύς]], [[λαίμαργος]], [[ακόλαστος]]» και [[είναι]] τ. ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>ζω</i> και διπλασιασμό: [[λιλαίομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>λι</i>-<i>λάσ</i>- <i>jομαι</i>. Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λάσται]] «πόρνες» και τους: αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «[[απαιτώ]], [[λαχταρώ]]», λατ. <i>lascivus</i> «[[ασελγής]], [[ακόλαστος]]», αρχ. σλαβ. <i>laska</i> «[[κολακεία]]». Ο τ. της μτχ. του παρακμ. <i>λελιημένος</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] τον τ. <i>τετιημένος</i>].
|mltxt=[[λιλαίομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[ποθώ]] (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[φόωσδε]] τάχιστα λιλαίεο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] να [[είμαι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]] («λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[θρασύς]], [[λαίμαργος]], [[ακόλαστος]]» και [[είναι]] τ. ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>ζω</i> και διπλασιασμό: [[λιλαίομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>λι</i>-<i>λάσ</i>- <i>jομαι</i>. Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λάσται]] «πόρνες» και τους: αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «[[απαιτώ]], [[λαχταρώ]]», λατ. <i>lascivus</i> «[[ασελγής]], [[ακόλαστος]]», αρχ. σλαβ. <i>laska</i> «[[κολακεία]]». Ο τ. της μτχ. του παρακμ. <i>λελιημένος</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] τον τ. <i>τετιημένος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐλαίομαι:''' (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]] ή [[ποθώ]] [[σφόδρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το [[δόρυ]] ή τη [[λόγχη]], λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], θέλοντας να γευτεί [[σάρκα]], στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], επιθυμούσα [[σφόδρα]] να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., [[επιθυμώ]] κάποιον, [[ποθώ]], <i>λιλαιόμενοι πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, [[φόωσδε]] λιλαίεο, [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] να επανέλθω [[αμέσως]] στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}