Anonymous

λιλαίομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐλαίομαι:''' (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]] ή [[ποθώ]] [[σφόδρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το [[δόρυ]] ή τη [[λόγχη]], λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], θέλοντας να γευτεί [[σάρκα]], στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], επιθυμούσα [[σφόδρα]] να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., [[επιθυμώ]] κάποιον, [[ποθώ]], <i>λιλαιόμενοι πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, [[φόωσδε]] λιλαίεο, [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] να επανέλθω [[αμέσως]] στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λῐλαίομαι:''' (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]] ή [[ποθώ]] [[σφόδρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το [[δόρυ]] ή τη [[λόγχη]], λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], θέλοντας να γευτεί [[σάρκα]], στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], επιθυμούσα [[σφόδρα]] να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., [[επιθυμώ]] κάποιον, [[ποθώ]], <i>λιλαιόμενοι πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, [[φόωσδε]] λιλαίεο, [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] να επανέλθω [[αμέσως]] στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐλαίομαι:''' [[λάω]] II] (только praes., impf. и pf. [[λελίημαι]]) страстно желать, жаждать (πολέμοιο и πολεμίζειν Hom.): λιλαιόμενος ὁδοῖο Hom. охваченный желанием отправиться в путь; [[φόωσδε]] [[τάχιστα]] λιλαίεο Hom. поспеши вернуться на свет; [[βάν]] ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Hom. (троянцы) яростно ударили на данайцев; [[ἐπεὶ]] λελίησαι ἀκούειν Theocr. поскольку тебе хочется услышать.
}}
}}