3,277,180
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κάπου]] στραμμένο το [[πρόσωπο]], που βρίσκεται [[μπροστά]], [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[καταφύγιο]]<br /><b>3.</b> [[φανερός]], [[ορατός]]. | |mltxt=[[εἰσωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κάπου]] στραμμένο το [[πρόσωπο]], που βρίσκεται [[μπροστά]], [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[καταφύγιο]]<br /><b>3.</b> [[φανερός]], [[ορατός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσωπός:''' -όν (ὤψ), στραμμένος με το [[πρόσωπο]] προς μια [[κατεύθυνση]], εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]], (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |