Anonymous

εἰσωπός: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κάπου]] στραμμένο το [[πρόσωπο]], που βρίσκεται [[μπροστά]], [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[καταφύγιο]]<br /><b>3.</b> [[φανερός]], [[ορατός]].
|mltxt=[[εἰσωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κάπου]] στραμμένο το [[πρόσωπο]], που βρίσκεται [[μπροστά]], [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[καταφύγιο]]<br /><b>3.</b> [[φανερός]], [[ορατός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσωπός:''' -όν (ὤψ), στραμμένος με το [[πρόσωπο]] προς μια [[κατεύθυνση]], εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]], (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}