εἰσωπός
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εἰσωπόν,
A within, i.e. between (perhaps connected with ὀπή), εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653: abs., in harbour, A.R. 2.751.
2 (ὤψ) visible, Arat.79,122.
Spanish (DGE)
-όν
1 c. gen. que está dentro o en medio de εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653, cf. Lyr.Eleg.Adesp.58.12W.
•en el interior τῇ ... νηὶ διὲξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποί ... ἔκελσαν A.R.2.751.
2 que está a la vista o en presencia de, visible de constelaciones ἂν διχόμηνι σελήνῃ εἰσωποὶ τελέθοιεν Arat.79, οὐδ' ἔτ' ἔφη εἰ. ἐλεύσεσθαι καλέουσιν Arat.122, cf. Ael.Dion.ε 24.
German (Pape)
[Seite 747] im Angesicht; εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il. 15, 653, Schol. ἐν ὄψει ἔβλεπον, sie hatten die Schiffe, denen sie vorher den Rücken kehrten, vor Augen; so sp. D., εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι, entgegen, Arat. 122; τινί, 79; vgl. Ap. Rh. 2, 751.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui est en vue de, gén..
Étymologie: εἰς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσωπός: находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο νεῶν Hom. они оказались перед кораблями.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσωπός: -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ πρόσωπον, εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς ναῦς ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ αὐτίκα νηῒ διέξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
Greek Monolingual
εἰσωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον
2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο
3. φανερός, ορατός.
Greek Monotonic
εἰσωπός: -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]
in sight of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν [the Greeks] stood facing the ships, Il.
Translations
visible
Afrikaans: sigbaar; Albanian: dukshëm; Arabic: مَنْظُور; Armenian: տեսանելի; Asturian: visible; Belarusian: бачны; Breton: hewel; Bulgarian: видим; Catalan: visible; Chinese Mandarin: 看得見, 看得见, 可看見的, 可看见的; Czech: viditelný; Danish: synlig; Dutch: zichtbaar, zichtbare; Esperanto: videbla; Finnish: näkyvä; French: visible; Old French: voiable; Galician: visible; Georgian: შესამჩნევი, დასანახი, ხედვადი; German: sichtbar; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: ορατός, φανερός; Ancient Greek: ἄποπτος, δῆλος, δηλωτικός, δίαλος, δρατός, εἴδελος, εἴσοπτος, εἰσωπός, ἔκδηλος, ἐκφανής, ἐμφανής, ἐμφάνιος, ἐναργής, ἔνοπτος, ὁρητός, ὁρατός, φανερός; Haitian Creole: vizib; Hebrew: נראה; Hungarian: látható; Icelandic: sýnilegur; Irish: infheicthe, sofheicthe, le feiceáil, feicseanach; Italian: visibile; Japanese: 見える, 目に見える, 顕在する; Korean: 보이는; Kurdish Central Kurdish: دیار; Latin: spectabilis, visibilis; Latvian: redzams; Macedonian: видлив; Manx: so-akin; Maori: ari; Norwegian: synlig; Occitan: visible; Old Church Slavonic: видимъ; Old English: ġesewenlīċ; Old French: veable; Persian: پیدا, هویدا, ویدا; Plautdietsch: sechtboa; Polish: widoczny, widzialny; Portuguese: visível; Punjabi: ਦ੍ਰਿਸ਼ਟੀਗੋਚਰ; Romanian: vizibil; Russian: видимый; Sanskrit: दृश्य, दृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝдљив, ви̑дан, уо̀чљив; Roman: vìdljiv, vȋdan, uòčljiv; Spanish: visible; Swedish: synlig; Tagalog: tahaw, nakikita; Ukrainian: видимий, видний; Vietnamese: nhìn thấy được, khả kiến; Walloon: veyåve