Anonymous

μάγευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μάγευμα]])<br /><b>βλ.</b> [[μάγεμα]].
|mltxt=το (Α [[μάγευμα]])<br /><b>βλ.</b> [[μάγεμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάγευμα:''' -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό [[τέχνασμα]]· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.
}}
}}