Anonymous

μάγευμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάγευμα:''' -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό [[τέχνασμα]]· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.
|lsmtext='''μάγευμα:''' -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό [[τέχνασμα]]· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάγευμα:''' ατος (ᾰγ) τό<br /><b class="num">1)</b> ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);<br /><b class="num">2)</b> pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).
}}
}}