Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακόμωρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διαρκώς γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] «[[γάβγισμα]]», τ. σχηματισμένος πιθ. [[χάριν]] αστεϊσμού [[κατά]] τα <i>ἐγχεσί</i>- <i>μωρο</i>, <i>ἰό</i>-<i>μωροι</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διαρκώς γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] «[[γάβγισμα]]», τ. σχηματισμένος πιθ. [[χάριν]] αστεϊσμού [[κατά]] τα <i>ἐγχεσί</i>- <i>μωρο</i>, <i>ἰό</i>-<i>μωροι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}